Τρίτη

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης στο Άγιο Όρος. 4η ομιλία (16/10/2013, Καρυές, Έκτακτη Διπλή Ιερά Σύναξη)


Ὁμιλία τῆς Α.Θ.Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου κατὰ τὴν Πανηγυρικὴν Συνεδρίαν ΕΔΙΣ (Καρυαί, 16 Ὀκτωβρίου 2013)
ερώτατοι γιοι δελφοί,
σιώτατοι Πατρες, ο τε Καθηγούμενοι κα οἱἈντιπρόσωποι τν Εκοσιν ερν Βασιλικν, Πατριαρχικν καΣταυροπηγιακν Μονν το γίου ρους,
ξοχώτατε κύριε Διοικητά,

 εγνώμων μνήμη εναι εγενς καθκον παντς προηγμένου πνευματικς προσώπου. νακαλε ες τν παρξιν τ παρχημένα γεγονότα κα τ πελθόντα πρόσωπα. Προκαλετν ναπόλησιν τς στορίας κα καθιστ λβίους τος χοντας ν γρηγόρ συνειδήσει τν μάθησιν ατς κα τος τν ξ ατς διδαχν οκειοποιουμένους.
 γία ρθόδοξος κκλησία μας πανειλημμένως κα πολλαπλς κατ τν πνευματικήν της πορείαν, τν ν τκόσμ σωτηριώδη στρατείαν της, μνημονεύει νθρώπων κα γεγονότων.
Τιμ μνήμας γίων, ορτάζει πετείους θαυμάτων. πομιμνήσκει μνήμας γεγονότων, ς τς πελευθερώσεως, τς διασώσεως κ το μεγάλου σεισμο, τν γκαινίων κα λλων. νακαλε ες τν παρξιν ν τ παρόντι χρόν πρόσωπα κα καταστάσεις προϋπάρξαντα∙ λλα προσενεγκόντα πηρεσίαν κα διακονίαν∙ λλα ρετήν∙ λλα ποστάντα διωγμος κα δικίας∙ τερα μάστιγας καπειρασμος ν τ προασπίσει τν σίων κα τν ερν∙ λλα καταξιωθέντα μ σιότητα, γιότητα κα μοναδικότητα.νώνει,  κκλησία, τ παρελθν μετ το παρόντος κα προοιωνίζεται τ μέλλον.  ποκαλύπτει τν νότητα τς ζως κα τν πορείαν το κόσμου. Τ γιον ρος, ξ τέρου, π μίαν κα πλέον χιλιετίαν, καθ᾿ μέραν βιο τ Θαμα τς Κυρίας Θεοτόκου.
λοι ο πεφωτισμένοι λαο περ πολλο χουν τν γνσιν τς στορίας των.  κκλησία μας διασώζει π τν λήθην τν Πρόνοιαν το Θεο δι τν κόσμον καί, οτως επεν, καθιστ τατόχρονον κα σύγχρονον βίωμα μν τπαρελθν κα τ μέλλον ν τ παρόντι.
Σήμερον ναμιμνησκόμεθα γεγονότων συμβάντων πρ κατν τν. Τν τρίτην κτωβρίου το χιλιοστοῦἐννεακοσιοστο δεκάτου τρίτου τους ο ντιπρόσωποι τν εκοσι κυριάρχων ερν Μονν το γίου ρους, χοντες τν σύμφωνον γνώμην πάντων τν μοναχν ατοψήφισαν νώπιον τς φεστίου ερς Εκόνος το «ξιόν στι» τ ερν Ψήφισμα δι το ποίου διεκήρυξαν, ς γνωστόν, τος γγς κα τος μακράν, τος φίλοις κα μή, τοκουμέν πάστι  κοινότης τν μοναχν «ποκρούει ντόνως ς λεθρίαν δι τν περαιτέρω ξέλιξιν τομοναχικο βίου ν γί ρει τν δέαν τς διεθνοποιήσεως,  οδετεροποιήσεως,  συγκυριαρχίας,  συμπροστασίας,  πως λλως θελέ τις νομάσει τν τάσιν τς πολιτικς κμεταλλεύσεως το ερο Τόπου μῶν, θεωρεῖ δὲ τὸ ἱερὸν ἔδαφος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναποσπάστως ἡνωμένον μετὰ τοῦ ὅλου ἐδάφους τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου» (τότε, καὶ νῦν Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας) καὶ «ἱκετεύει τὸ σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὅπως διὰ τῆς ἐγκύρου παρεμβάσεώς του σώσῃ τὸν Ἅγιον Τόπον τοῦτον ἀπὸ παντὸς κινδύνου τείνοντος εἰς τὴν ἀλλοίωσιν τοῦ Ἁγιορειτικοῦ καθεστῶτος» (Βλ. Ε΄καὶ Η΄παραγράφους τοῦ Ἱεροῦ Ψηφίσματος, Ἐν Θεσσαλονίκῃ 1913, σσ.6-7).
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Ἔφορος, ἡ Προστάτις καὶ Γερόντισσα καὶ Πορταΐτισσα τοῦ Ἁγίου τούτου Τόπου, ηὐδόκησε νὰ ἐπευλογήσῃ τὴν ἀπόφασιν ταύτην τῶν Πατέρων καὶ σήμερον ἑορτάζομεν τὴν ἑκατοστὴν ἐπέτειον τοῦἀνωτέρω Ψηφίσματος. Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ὁ Ἄθως διῆλθε «σκοτίαν» ἐν ἀναμονῇ τῆς «πρωΐας».  Πολλάκις «σκότος ἔχων ταῖς φρεσί», σκότος ἀπορίας, συνεχῶς ἱερούργει καὶ ἐλιτάνευε τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐλάμβανε ζωὴν καί «τοῖς ὀθονίοις καὶ τῷ σουδαρίῳ», τῷ ἱερῷ ἀντιμηνσίῳ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας,  τὴν Ἀνάστασιν καθημερινῶς «ἐτεκμαίρετο», μιμνησκόμενος βιωματικῶς καὶ ἐμπειρικῶς «τῆς περὶ τούτου Γραφῆς».  Βεβαίως κρίσεις καὶ κρίσεις, περιστάσεις καὶ περιπτώσεις τοῦ βίου καὶ ἀνάγκαι πολλαὶ βιοτικαὶ καὶ μή, καὶ ἐπιβουλαὶ καὶ ἀμφισβητήσεις ἀντιμετωπίσθησαν ἐπιτυχῶς, ἂν καὶ μὲ πολλὰς κατὰ καιροὺς θυσίας, μέχρι καὶ τοῦ μαρτυρίου ἐνίοτε ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῶν ὁσίων καὶ ἱερῶν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους. Ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιβίωσις καὶ ἡ ταυτότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, λόγῳ βεβαίως καὶ τῆς μειώσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν μετὰ τὸ ἔτος 1913, ἠπειλήθησαν. Χάριτι ὅμως Θεοῦ καὶ ταῖς πρεσβείαις τῆς ἐφόρου καὶ προστάτιδος αὐτοῦ Κυρίας Θεοτόκου, ὁ Ἱερὸς Τόπος προσείλκυσεν ἄλλους, νέους, μορφωμένους, μὲ ἦθος καὶ πνεῦμα, μαθητεύσαντας ἐπὶ μακρὸν πλησίον σεβασμίων γερόντων,  καὶ ἤδη αἱ Ἱεραὶ Μοναὶσχεδὸν πᾶσαι εἶναι σήμερον εἰς ἱκανοποιητικὸν βαθμὸν ἐπηνδρωμέναι καὶ τὸ Ὄρος ἀκμάζει πνευματικῶς καὶ «μαρτυρεῖτῇ ἀληθείᾳ» (πρβλ. Ἰωάν.ε΄, 33-34).
Τὰ τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, λοιπόν, «δάκρυα οὐ μάτην χεῖνται θερμῶς• ἰδοὺ γὰρ κατηξίωται τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ διδασκόντων Ἀγγέλων, τῆς ὄψεως» τῆς Ἀναστάσεως∙ «ἀλλ᾿ ἔτι πρόσγεια φρονεῖ, οἷα» οἰκούμενον ὑπ᾿ ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος, φερόντων καὶ ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν καὶ ἀδυναμίαν.

                                                                                      ***
Ἰδού, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἑορτάζομεν, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία καὶ ἡ κληρουχία αὕτη τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ κοινοῦ «μόνοι πρὸς μόνους», ἐπέτειον ἱστορικήν, ἀναστάσιμον, θὰ ἐλέγομεν αἰώνιον. Θὰἔδει δὲ καὶ ὠφείλαμεν ἀσφαλῶς νὰ ἐδοκιμάζομεν ἀποκλειστικὴν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην, ὡς ἐκείνην τὴν ὁποίαν ἐν μιᾷψυχῇ καὶ καρδίᾳ ἐδοκιμάσαμεν πρὸ ὀλίγου ἐν τῷ Ἱερῷ Θυσιαστηρίῳ, τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ τοῦ Πρωτάτου «ἐπὶ τῇ μεταλήψει τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων» τοῦ Κυρίου. Ὁ περιβάλλων ἡμᾶς κόσμος καὶ τὰ νέφη ἐπὶ τῆς παγκοσμίου σκηνῆς καὶ τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα ἐμποδίζουν νὰ ἔχωμεν καὶ ἐξωτερικῶς τὴν χαρὰν ἣν  βιοῦμεν ἐσωτερικῶς ἐν τῇἀεννάῳ προσπαθείᾳ ἡμῶν οἱ ἐπίγειοι νὰ «φθάσωμεν» καὶ νὰ προσκυνήσωμεν «τὸν Ἄφθαστον» καὶ τὴν «ἄφθαστον» Παναγίαν Μητέρα Του, τὴν Θεοτόκον, καὶ νὰ ἴδωμεν τὸ Πρόσωπόν Του «καθώς ἐστι», «ἅγιος Κύριος Ἰησοῦς, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός».

                                                                                      ***
Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες,
Ἡ μνήμη καὶ ἡ τιμὴ μιᾶς ἐπετείου ἀποτελεῖ γεγονὸς χαροποιόν, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἠχηρὰν εὐκαιρίαν καὶἀφορμὴν περισυλλογῆς, «ἀπὸ κοινοῦ ἀναμέτρησιν τοῦ ἀγῶνος», διαπίστωσιν κατὰ Θεὸν προόδων ἀλλὰ καὶ κατ᾿ἄνθρωπον ἀδυναμιῶν καὶ προβλημάτων. Διὸ καὶ ἀπευθυνόμεθα πρὸς ὑμᾶς ἄνευ περιστροφῶν, ὡς πατὴρ πρὸς τέκνα, ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, ἐν εἰλικρινείᾳ καὶ ἐντιμότητι, καὶ προβαίνομεν εἰς ὡρισμένας διαπιστώσεις καὶ πατρικὰς ὀφειλετικὰς προτροπάς «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», εἰ καὶ εἴχομεν ἀποφασίσει ἵνα διέλθωμεν τήν «στιγμήν» ταύτην τῆς ἱστορικῆς ἐπετείου ἐν προσευχῇ, περισυλλογῇ καὶ κυρίως ἐν σιγῇ.
Κρίνομεν ὅμως χρέος τοῦ Πατριάρχου καὶ πνευματικοῦ σας Πατρός, τὴν ὑπόμνησιν, ἐν πρώτοις, πρὸς ἑαυτοὺς καὶ πρὸς ἀλλήλους χαρακτηριστικοῦ ἀποσπάσματος τῆς ἐγκυκλίου τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τῆς 24ης Σεπτεμβρίου 1913 πρὸς τὰς εἴκοσιν Ἱερὰς Μονὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ὁποία προφητικῶς: «ἔρριπτε τὸν περὶ ὅλων κύβον» περὶ τιμωρίας «ἀμειλίκτως, συνῳδὰ τοῖς ἱεροῖς κανόσι καὶ τοῖς καθεστῶσι τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου, πάντων τῶν ἀποπειρωμένων τὴν ἀνατροπὴν τοῦ προαιωνίου ἡμῶν καθεστῶτος τούτου μοναχῶν» καὶ ἐν συγκινήσει βαθείᾳ καταθέτομεν φόρον εὐγνωμοσύνης καὶ τιμῆς πρὸς τοὺς Ἁγιορείτας ἐκείνους, τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἐναρέτους, τοὺς ὁσίους καὶ δικαίους, τῶν ὁποίων «ἡ ἱερὰ συγκίνησις ἐκορυφώθη ἀφ᾿ ὅτου οἱ σεβασμιώτατοι Προϊστάμενοι καὶ Καθηγούμενοι ἤρξαντο βάλλοντες μετανοίας ἐνώπιον τῆς Σεπτῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ἣν καὶ ἠσπάζοντο ἐξαιτούμενοι τὴν συναντίληψιν αὐτῆς ὑπὲρ τῆς εὐοδώσεως τοῦ θείου αὑτῶν ἔργου, τῆς ἀπελευθερώσεως δηλονοῦν τοῦ Ἱεροῦ αὐτῆς περιβόλου ἀπὸ τῆς δουλείας τῶν ἀλλοφύλων καὶ εἶτα ὑπέγραφον τὸ Ἱερὸν Ψήφισμα ποιοῦντες ἔτι ἅπαξ τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου σταυροῦ πρὶν ἢ λάβωσιν ἀνὰ χεῖρας τὸν κάλαμον πρὸς ὑπογραφήν...». Οὗτοι ὑπήσχοντο ἐνώπιον Αὐτῆς (τῆς Εἰκόνος) καὶ τοῦ κόσμου παντὸς ὅτι «ὁ ἱερὸς τόπος θὰ διατηρηθῇ ἀπὸ τοῦδε μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων ἀδούλωτος...», ἀπεκήρυττον «ἐντόνως ὡς ὀλέθρου φορέα τὴν ἰδέαν τῆς οὐδετεροποιήσεως ἢ συγκυριαρχίας...», καὶ ἐκήρυττον «ἀμετακλήτως τὴν ἕνωσιν τοῦἉγίου Ὄρους μετὰ τῆς Μητρὸς Ἑλλάδος», ὑπογραψάντων πάντων ἐν ἴσῃ προθυμίᾳ τὸ Ψήφισμα, πλὴν τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος «ἐπιφυλαχθέντων ἵνα ἐρωτήσωσι τὴν γνώμην τῆς Μονῆς αὐτῶν».
Τὸ Ἅγιον Ὄρος  «ἀπεξεδέχετο τότε τὴν σωτηρίαν» αὐτοῦ «ἀπὸ τῶν ἐγκύρων ἐνεργειῶν καὶ πράξεων» τῆς Μητρὸς αὐτοῦ Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πάντοτε, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν διαρρεύσαντα αἰῶνα, ὑπῆρξεν ἡκατὰ τὸ μέτρον τοῦ εὐλογητοῦ, κειμένη αὐτὴ εἰσέτι «ἐν αἰχμαλωσίᾳ» καὶ ἐν περιστατικαῖς ἀνάγκαις τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν καὶ τὴν οἰκουμενικὴν μαρτυρίαν ἀγωνιζομένη, ὑπῆρξε, λέγομεν, ἡ κηδεμών, προστάτις καὶ στοργικὴ περιστερὰδιὰ τὸν ἱερὸν τοῦτον τόπον.
Διὸ καὶ ἐν εὐγνωμοσύνῃ καὶ δοξολογίᾳ τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἐπαινοῦμεν τὸν ἀγῶνα, εὐλογοῦμεν τὰ ἔργα, ὑποκλινόμεθα πρὸ τῆς ἁγιότητος τοῦ τόπου καὶ τῶν ἀοιδίμων ἐκείνων προπατόρων καὶ πατέρων ὑμῶν καὶ ἡμῶν καὶπρὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἁγνῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τῆς ἀναπεμπομένης «ἐν ἑσπέρᾳ καὶ πρωῒ καὶ μεσημβρίᾳ, ἐν ἡμέρᾳ νυκτὶ καὶ πάσῃ ὥρᾳ καὶ ἐν παντὶ καιρῷ» ἐνώπιον τῆς πανσέπτου Εἰκόνος τῆς Θεομήτορος εἰς τὰ ἀπειράριθμα σκηνώματα τῆς δόξης καὶ τῆς χάριτος, ὑπὸ τῶν μυρίων μοναχῶν, τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων, οἱ ὁποῖοι ἡγίασαν καὶ ἁγιάζουν τὴν ζωὴν καὶ τὸν τόπον.
Σὺν τῇ εὐχαριστίᾳ ὅμως, ὁμιλοῦντες «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», ἐπαναλαμβάνομεν,  ὀφείλομεν νὰ ἐπισημάνωμεν καὶἀδυναμίας τινὰς καὶ προβλήματα, πολλάκις προερχόμενα καὶ δημιουργούμενα ἐξ ἐπηρείας τοῦ ἀντικειμένου, τοῦμισοῦντος τὸν κόσμον καὶ πειράζοντος καὶ αὐτοὺς τούς «ἀποταξαμένους» τὸν κόσμον, καὶ τοὺς ἀπειράστους ἀκόμη ἁγίους.

                                                                            ***
Ἀτυχῶς, ἀδελφοί, νέα προβλήματα προκύπτουν καὶ ἐνίοτε ἡ ἐπίλυσις αὐτῶν χρονίζει ὑπερβολικῶς. Εἶναι γνωστὸν εἰς πάντας  τό ἐκκρεμές ἀπὸ ἐτῶν ζήτημα τῆς ἀντικανονικῆς καὶ σχισματικῆς «ἀδελφότητος», «παρασυναγωγῆς» ὀρθότερον, ἡ ὁποία, παρανομοῦσα καὶ καταπατοῦσα τὸ θεῖον καὶ τὸ ἰσχῦον κοσμικὸν δίκαιον, ἤτοι τοὺς θείους καὶἱεροὺς Κανόνας καὶ τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἔχει καταλάβει τὸ οἰκοδόμημα εἰς τὸν ὁποῖον ἐστεγάζετο ἡ Ἱερὰ Βασιλική, Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τοῦ Ἐσφιγμένου. Ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, αἱ δικαστικαὶ καὶ πολιτικαὶ ἀρχαὶ τῆς Ἑλλάδος, μετὰ καθυστέρησιν καὶ ἀκηδίαν πολλῶν ἐτῶν, ὑπαιτιότητι ὅλων, ἔχομεν δώσει, μετὰ μακρὰν προεργασίαν, τὴν πρέπουσαν κανονικὴν ἐκκλησιαστικὴν λύσιν, ἀποτειχίσαντες τῶν θριγκίων τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ἀμετανοήτως ἐν σχίσματι καταληψίας «μοναχούς», παραδώσαντες αὐτοὺς εἰς ἀνάθεμα, μέχρις ὅτου ἀνανήψωσι καὶ μετανοήσωσιν. Ἡ προκριθεῖσα δὲκανονικὴ ἀδελφότης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ταύτης συνεκροτήθη καὶ ἐλειτούργησε μέχρι πρὸ ἡμερῶν ἱκανοποιητικῶς ὑπὸ τὴν ἡγουμενίαν τοῦ κατὰ πάντα ἀξίου, ἀγαθοῦ καὶ πλήρους πρᾳότητος καὶ ἀγάπης καὶ μόλις πρὸ δωδεκαημέρου ἐκδημήσαντος αἰφνιδίως πρὸς Κύριον πατρὸς Χρυσοστόμου Κατσουλιέρη, τοῦ ἀληθῶς ἄραντος τόν «σταυρόν» αὐτοῦκαὶ τηρήσαντος πιστῶς καὶ ἀφωσιωμένως τὴν εἰς ἣν ἐκλήθη ὑπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἁγιορειτικῆς Κοινότητος «ἱερὰν κλῆσιν» καὶ ἀποστολήν. Δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἡ στιγμὴ τῆς ἀποτιμήσεως τῆς προσφορᾶς του. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστὴ καὶ καταγεγραμμένη εἰς τὰς δέλτους τῶν ἁγιορειτῶν ἀλλὰ καὶ τῶν πολλῶν πνευματικῶν αὐτοῦ  τέκνων, καὶἰδίᾳ τῆς ἀπορφανισθείσης ὀλιγομελοῦς μέν, δυναμικῆς δέ,  ἀδελφότητός του. Εἴη ἡ μνήμη αὐτοῦ αἰωνία. Κύριος ἀναπαύσαι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.
Σὺν τῇ κατ᾿ ἄνθρωπον λύπῃ, ἰδιαιτέραν χαρὰν δοκιμάζομεν ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ ὡς διαδόχου αὐτοῦ, τοῦὉσιολογιωτάτου Ἱερομονάχου  π. Βαρθολομαίου, τοῦ ὁποίου εὐλογοῦμεν τὰς ἀπαρχὰς τοῦ «σταδίου» καὶ τοῦ«ἀγῶνος» καὶ συγχαίροντες, δεόμεθα, εὐχόμεθα καὶ προσδοκῶμεν ὅτι μετὰ τῶν περὶ αὐτὸν ἀδελφῶν θὰ συνεχίσουν ἐπὶ τῆς ἰδίας γραμμῆς τὴν ἐμπιστευθεῖσαν τῇ «μικρᾷ ἀδελφότητι», τῷ «μικρῷ ποιμνίῳ», ἐκκλησιαστικὴν καὶἁγιορειτικήν «παρακαταθήκην», στοιχοῦντες τῷ ζῶντι παραδείγματι τοῦ κοιμηθέντος καὶ ἀναπαυομένου ἐν Κυρίῳπνευματικοῦ αὐτῶν πατρὸς ἀειμνήστου Χρυσοστόμου. 
Δυστυχῶς, ὅμως τὸ οἰκοδομικὸν συγκρότημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου, οὔτε ἀκόμη καὶ τὸ ἐλάχιστον ἀναμενόμενον, δηλαδὴ τὸ κτήριον τοῦ Ἀντιπροσωπείου αὐτῆς ἐν Καρυαῖς, παρὰ τὰς παναγιορειτικάς, τοῦ ΟἰκουμενικοῦΠατριαρχείου καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Δικαιοσύνης ἀποφάσεις, δὲν ἔχει ἀποδοθῆ εἰς τὴν κανονικὴν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Καὶ ἐν τούτῳ εὐθύνας ὑπέχουν πάντες οἱ κωλυσιεργοῦντες εἰς τὴν ὑλοποίησιν ἐπὶ σειράν ἐτῶν τῶν εἰλημμένων ἀποφάσεων ἐκκλησιαστικῶν, ἁγιορειτικῶν καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Δικαιοσύνης, ἐπὶ περιφρονήσει μὲν τῶν θεσμίων τοῦ ἱεροῦτόπου καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ καταπατήσει αὐτοῦ τούτου τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου, ἐπιβραβεύσει δέ, οὕτως εἰπεῖν, τῆς ἀντικανονικότητος καὶ τῆς ἐπιδιωκομένης ἀναρχίας καὶ ἐν τῷ ἀμολύντῳ τούτῳ τόπῳ τῆς Παρθένου, τῷ τόπῳ τῆς ἁγνείας καὶ τῆς  ἱερᾶς ἀσκήσεως. Καλοῦμεν τοὺς πάντας, ὅπως ἐγκύψωμεν εἰς τὸ θέμα τοῦτο μετὰ ἔτι μεγαλυτέρας προσοχῆς καὶ ὑπεθυνότητος, ἵνα μὴ ὑπάρξουν ἀνεπιθύμητοι εὐρύτεραι ἐξελίξεις, οὐχὶ μόνον ἐπὶ ὀλεθρίῳ διασυρμῷπαγκοσμίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀλλὰ καί κυρίως ἐξελίξεις σχετιζόμεναι πρός τήν συνέχισιν ἐν ἀσφαλείᾳ, κατ᾿ ἄνθρωπον ὁμιλοῦντες, αὐτῆς ταύτης  τῆς ἀσκητικῆς καὶ πνευματικῆς ἐν νομιμότητι πορείας αὐτοῦ. Λέγομεν ταῦτα, προβληματιζόμενοι ἔτι περισσότερον καὶ ἐκ τοῦ φαινομένου τῆς ἐπιλεκτικῆς τηρήσεως τῆς νομιμότητος ὑπὸ τῶν ἐντεταλμένων καὶ τεταγμένων εἰς τὴν διασφάλισιν τῆς τάξεως κρατικῶν ὀργάνων. Ἐφιστῶμεν ἐπὶ τοῦ προκειμένου τὴν προσοχὴν πάντων, ἵνα μὴ ἔχωμεν ἀναρχικὰς ἐκφάνσεις, ὡς αἱ πρὸ δύο περίπου μηνῶν, «διὰ ροπάλων καὶ ξύλων» καὶσυγχρόνων τεχνικῶν «ὅπλων», προσελθόντων ἔξωθεν τῆς θείας ταύτης παρεμβολῆς, ἵνα «συλλάβωσι τὸν Ἰησοῦν», «κακοποιοῦντες» Αὐτόν, δηλαδή, κατ᾿ ἀναλογίαν, τό ἀμώμητον κανονικὸν σῶμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

                                                                                ***
Πέραν ὅμως τοῦ χρονίζοντος καὶ φλέγοντος ἐσφιγμενιτικοῦ ζητήματος μὲ τὰς παραμέτρους αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τῆς ἀσφαλείας τοῦ Ἱεροῦ Τόπου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου, ἐπαναλαμβάνομεν, ὀφείλει νὰ ἐγκύψῃ μετὰ τῆς δεούσης σοβαρότητος καὶὑπεθυνότητος τὸ Ἱερὸν Ἁγιορετικὸν Σῶμα ἐν τῷ συνόλῳ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἐμπλεκόμενοι παράγοντες, μάλιστα ἡὀφείλουσα ἵνα τηρῇ τὰ τεθεσπισμένα καὶ τὰς λαμβανομένας ἀποφάσεις ἔντιμος Ἑλληνικὴ Πολιτεία, ἕτερον λυπηρὸν πρόβλημα, ἐξελισσόμενον, παρὰ τὰς ἃς ἔλαβε περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία διαβεβαιώσεις, καὶ λαμβάνον, ὡς ἀνεκοινώθη κατ᾿ αὐτάς, δυσμενῆ τροπήν, εἶναι τό, διὰ τῆς εἰς δίκην παραπομπῆς, διὰ ἐκ προθέσεως πράξεις «κακουργηματικῆς» βαρύτητος, καθηγουμένου ἐκ τῶν πρώτων Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μοναχοῦσυνεργάτου αὐτοῦ, ὡς δημοσιεύεται καὶ διαπομπεύεται διὰ τῶν μέσων ἐνημερώσεως πανελληνίως καὶ παγκοσμίως ὁἱερὸς οὗτος τόπος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὁ χῶρος οὗτος τῆς νυχθημέρου προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Τὸ γεγονὸς ἐλύπησε τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν καὶ τὴν προβληματίζει, ἐπιδείξασαν μέχρι σήμερον ἀνοχὴν καὶ σύνεσιν. Οἱ εἰρημένοι, κατὰ τὸ κατηγορητήριον παραπεμπτικὸν βούλευμα, ἐκινήθησαν ἀξιοποίνως εἰς πολυπράγμονας πρωτοβουλίας καὶἐνεργείας πέραν καὶ ἐπὶ ὑπερβάσει τῶν μοναχικῶν καθηκόντων αὐτῶν, διὰ τὰ ὁποῖα ἐγκατελείψατε οἱ τὸν τόπον τῆς Θεομήτορος οἰκοῦντες τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ὁ διασυρμὸς τὸν ὁποῖον ὑφίσταται ὁ Ἱερὸς Τόπος ἐξ αἰτίας των, ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν, εἶναι μέγας. Ἡ τροπὴ τῆς ὑποθέσεως, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐκβάσεως τῆς ἐπικειμένης δίκης, διδάσκει ὅτι δὲν εἶναι πρέπον νὰ ἐγκαταλείπουν οἱ μοναχοὶ τὴν μοναχικὴν ἄσκησιν καὶ νὰ ἐπιδίδωνται εἰς ἔργα κοινωνικῆς ἀποστολῆς, διὰ τὴν πραγματοποίησιν τῶν ὁποίων καταλληλότεροι εἶναι οἱ λαϊκοὶ καὶ ἡ ἐν τῷ κόσμῳ στρατευομένη Ἐκκλησία.
Φαίνεται, ὅτι ὁ πειρασμὸς τῆς ἐκκοσμικεύσεως προσβάλλει καί τινας τῶν Ἁγιορειτῶν ἀδελφῶν καὶ πρέπει νὰτονισθῇ καὶ νὰ ἐπισημαίνηται συνεχῶς καὶ ἐπανειλημμένως ἡ διαφορετικὴ ἀποστολὴ τοῦ μοναχοῦ ἵνα μὴ μετατρέπηται οὗτος ἀπὸ ἀνθρώπου προσευχῆς καὶ ἀφιερώσεως εἰς ἁπλοῦν κοινωνικὸν ἐργάτην ἤ - ὅπερ χεῖρον- καὶ ἐπιχειρηματίαν. 
Εἰς τὰς ἀκοὰς καὶ εἰς τὴν ἀντίληψιν ἡμῶν καὶ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας περιέρχονται καὶ ἄλλαι οὐχὶ σύμφωνοι πρὸς τὴν ἀποστολὴν  τῶν μοναχῶν καταστάσεις, διὰ τὰς ὁποίας λυπούμεθα καὶ ὡς ὁ Πατριάρχης σας καὶ πνευματικός σας πατήρ, κυρίως ὄμως διότι διασύρεται ἐν τοῖς ἔθνεσι τὸ ἅγιον ὄνομα καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ περιβλέπτου Ὄρους τούτου τῆς ἀρετῆς. «Οὐκ ἐν ὑμῖν οὕτω», ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἵνα ὁμιλήσωμεν «ἐν ἑνὶ εὐαγγελικῷ λόγῳ». Δαμάσωμεν τὰς ἀδυναμίας ἡμῶν. Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου, ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς μοναχικῆς κλήσεως καὶἀσκήσεως καὶ ζωῆς, καὶ μάλιστα τῆς Ἁγιορειτικῆς, τὴν ὁποίαν ἐφύλαξαν ἀδιαλώβητον οἱ  αἰῶνες.
Μὴ λησμονῆτε, Ἁγιορεῖται πατέρες, ὅτι «ἠγοράσθητε τιμῆς» (πρβλ. Α΄Κορ. ς΄, 20), ὅτι εἶσθε «ἀξία πνεύματος». Καὶ αἱ ἀξίαι αἱ πνευματικαί,  δὲν ἀγοράζονται, δὲν χαρίζονται, μόνον φυλάσσονται. Πέριξ ἡμῶν ρίπτονται καὶκυκλοφοροῦν συνθήματα πρόχειρα, παγίδες λέξεων, ἔμμετροι λόγοι, οἱ ὁποῖοι φθείρουν κάθε ὑψηλὴν ἔννοιαν καὶεὐθυναίνουν ἱερώτατα ἰδεώδη. Ἡμεῖς κρίνομεν μείζονα πάσης τιμῆς, τήν «τιμὴν τοῦ τετιμημημένου» (Ματθ. κζ΄, 9), ἤτοι τὸ κατ᾿ ἐξοχήν «ἄθλημα» καὶ τόν «σκοπόν» καί «στόχον» τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Μοναχικῆς ἀσκήσεως. 
Ἐνθυμηθῶμεν, ἀδελφοί, ἐπικαίρως τὰς ὑποσχέσεις ἃς ἕκαστος «καθωμολόγησεν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων» καὶτοῦ πανταχοῦ παρόντος Κυρίου, περιβαλλόμενος τὸ ἱερὸν μέγα ἀγγελικὸν μοναχικὸν σχῆμα, τὸ ὁποῖον φέρει κάθε μεγαλόσχημος ἁγιορείτης ἐπὶ τοῦ στήθους ἐν «νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ», ἤτοι τά «στίγματα» τοῦ Χριστοῦ, «καὶ σταυροῦται καὶνεκροῦται τῷ κόσμῳ» «διὰ τῆς τελειοτάτης ἀποταγῆς...»∙  ἀπετάξασθε γάρ «τὴν κενὴν ἀπάτην τοῦ βίου τούτου», «...γονεῦσινἀδελφοῖς...συγγενείαιςἑταιρείαις, φίλοις, συνήθεσι, τοῖς ἐν κόσμῳ θορύβοις, φροντίσι, κτήσεσινὑπάρξεσι, τῇ κενῇ καὶ ματαίᾳ ἡδονῇ καὶ δόξῃ.....», καὶ ἡτοιμάσθητε «πρὸς ἀγῶνας πνευματικούς, πρὸς ἐγκράτειαν σαρκός, πρὸς κάθαρσιν ψυχῆς, πρὸς πτωχείαν εὐτελῆ, πρὸς πένθος ἀγαθόν, πρὸς πάντα τὰ λυπηρὰ καὶ ἐπίπονα τῆς χαροποιοῦ ζωῆς∙ «καὶ γάρ»,  μοναχέ, καὶ πεινᾶσαι ἔχεις, καὶ διψῆσαι, καὶ γυμνητεῦσαι... καὶ πολλοῖς ἄλλοις περιαχθῆναι λυπηροῖς, οἷς  κατὰ Θεὸν ζωὴ χαρακτηρίζεται». Ἄλλωστε, κατὰ τὴν ἱερὰν ἐκείνην στιγμὴν τῆς μοναχικῆς μεγαλοσχήμου ἐνδύσεως, δὲν ψάλλεται καὶ καθομολογεῖται: «ποῦ ἐστιν  τοῦ κόσμου προσπάθεια; ποῦ ἐστιν  τῶν προσκαίρων φαντασία; οὐκ ἰδοὺ ταῦτα βλέπομεν γῆν καὶ σποδόν; τί οὖν κοπιῶμεν εἰς μάτην; τί δὲ οὐκ ἀρνούμεθα τὸν κόσμον, καὶ ἀκολουθοῦμεν τῷ κράζοντι∙  θέλων πορευθῆναι ὀπίσω μουἀναλαβέτω τὸν σταυρόν μου, καὶ ζωὴν κληρονομήσει αἰώνιον» (Μέγα ΕὐχολόγιονἈκολουθία μεγάλου σχήματος, εὐχαὶ καὶ Ἀντίφωνον Γ΄);

                                                                                ***
Παρ᾿ ὅλας ὅμως τὰς μεμονωμένας αὐτὰς τάσεις ἐκκοσμικεύσεως καὶ τὰς σχετικὰς πτώσεις ὡρισμένων μοναχῶν, καὶ ἀτυχῶς καὶ ἐκ τῶν ταχθέντων εἰς τὸ εἶναι αὐτούς «ὁδηγούς» τῶν πολλῶν, τὸ Ἅγιον Ὄρος, κατὰ τὸν διαρρεύσαντα αἰῶναἐξεπλήρωσε τὴν ἀποστολήν του καὶ  ἀνέδειξεν ἀληθῶς ἁγίους μοναστάςὡς οἱ συμβαλόντες εἰς τὴν κατάρτισιν τοῦ πρὸ ἑκατονταετίας Ψηφίσματος. Μνημονεύομεν ὅμως καὶ συγχρόνων πνευματικῶν μορφῶν τοῦ Ὄρους τούτου, οἵτινες προβάλλουν καὶ καταξιώνουν εἰς τὰς ἡμέρας μας τὸν ὀρθόδοξον μοναχισμόν, ἐπώνυμοι καὶ κυρίως ἀνώνυμοι μορφαί, προσενέγκασαι καὶ προσφέρουσαι διὰ τοῦ βίου, τῆς πολιτείας, τοῦ παραδείγματος καὶ τῆς γραφῆς των οἰκοδομὴν καὶ διακονίαν ζωῆς καὶ μαρτυρίαςὩς ἀληθῶς «τοὺς ἐν Ἄθω πατέρας καὶ  ἀγγέλους ἐν σώματιὁμολογητὰς καὶ ὁσίουςἱεράρχας καὶ μάρτυρας... τιμήσωμεν  τοῦ Ὄρους πληθύς, μιμούμενοι αὐτῶν τὰς ἀρετάς».
Τὸ Ὄρος ἐβοήθησε διὰ τῶν προσευχῶν καὶ δεήσεών του τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν πνευματικὸν ἀγῶνα του καὶἐξῆλθε σῶον, εἰ καὶ τετραυματισμένον καὶ μεμωλωπισμένονἀπὸ διαφόρους κρίσεις,  κοσμικὰς καὶ πνευματικάς, μερικαὶ τῶν ὁποίων ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἐν ἐνεργείᾳἐνῷ ἄλλαι ἐλησμονήθησαν.

                                                                                ***
Πέραν τῶν ἀνωτέρω καιρίων καὶ λυπηρῶν -ὑφίστανται ἀσφαλῶς καὶ ἄλλα ἀθορύβως καὶ ἐπιτυχῶς καθημερινῶς ἀντιμετωπιζόμενα ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καὶ τῶν κυριάρχων Ἱερῶν Μονῶν-, ζητήματαὅμως καὶ ἄλλα μερικὰ τῶν ὁποίων δὲν εὗρον εἰσέτι τὴν λύσιν των.
Θέμα σοβαρόν, τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν τελευταίαν τριακονταετίαν καὶ πλέονἀπασχολεῖ τὸν Ἱερὸν τοῦτον Τόπον καὶτὸ ὁποῖον δὲν φαίνεται νὰ εὑρίσκῃ τὴν πρέπουσαν λύσιν, εἶναι τὸ θέμα τοῦ ἐλέγχου τῶν ἐγκαταβιώσεων εἰς αὐτόν, κυρίως τῶν ἀλλοδαπῶν ὁμοδόξων καὶ τῶν ἀλλοεθνῶν τὴν καταγωγήν μὴ σύμπτωσις περὶ τῆς δοτέας λύσεως ὀφείλεται ἐν μέρει εἰς τὴν διαφορετικὴν σκοπιὰν ἀπὸ τῆς ὁποίας θεωρεῖται τὸ ζήτημα καίἐν μέρει, εἰς τὰς διαφορετικὰς ἀρχάς, αἱ ὁποῖαι πρυτανεύουν κατὰ τὴν προσπάθειαν ἐπιλύσεως αὐτοῦ.
Ἡμεῖς φρονοῦμενὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος πρέπει νὰ διαφυλάξῃ τὴν ἀσφάλειαν καὶ τὴν ἐλευθερίαν τουὡς καὶ τὸν ἀμιγῶς Ὀρθόδοξον Χριστιανικὸν χαρακτῆρα του ὡς τόπου ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς, καὶ οὐδὲν ἕτερον. Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ γίνῃ τὸ Ὄρος τὸ Ἅγιον τόπος συγκεντρώσεως προσώπων ἐμφορουμένων ὑπὸ ἐθνοφυλετικῶν ἀντιλήψεων, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπεθύμουν νὰ καταστήσουν τὸν Ἱερὸν τοῦτον Τόπον κέντρον ἐθνοφυλετικῶν ἀνταγωνισμῶν καὶσυγκρούσεων. Πρέπει νὰ παραμείνῃ τόπος ἡσυχαστικόςὅπου λατρεύεται  Θεὸς ὑπὸ πάντων τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν χωρὶς τοπικιστικὰς προτιμήσεις καὶ συσπειρώσεις.                                                                                                                                                                                                                                                               
Κατὰ τὸν Καταστατικὸν Χάρτην τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὴν ἑρμηνείαν αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ ἀνωτάτου διοικητικοῦδικαστηρίου τῆς Ἑλλάδος, τοῦ γνωστοῦ εἰς ὅλους Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, διὰ νὰ γίνῃ τις δεκτὸς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος πρὸς ἐγκαταβίωσιν δέον νὰ δοθῇ ἔγκρισις ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου αὐτοῦἤτοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, λαμβάνοντος ἀσφαλῶς ὑπ᾿ ὄψιν τὰς σχετικὰς πληροφορίας τῶν ἁρμοδίων ἀρχῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, δεδομένου ὅτι πᾶς κειρόμενος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει μοναχὸς ἀποκτᾷ αὐτοδικαίως τὴν ἑλληνικὴν ὑπηκοότητα καὶ δι᾿ αὐτῆς τὴν ἰδιότητα τοῦεὐρωπαίου πολίτου. Παρὰ ταῦτα, διὰ νεωτέρας ἐξελίξεως (1998),  Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἀπεποιήθη τὸ δικαίωμά της νὰἐλέγχῃ αὐτὴ τὸ ποιὸν τῶν προσερχομένων πρὸς ἐγκαταβίωσιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀνέθεσε τὴν ἁρμοδιότητα ταύτην εἰς τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοιὡς ἐκ τούτου, πρέπει μὲ αἴσθημα μεγάλης εὐθύνης νὰ ἐξετάζουν τὴν εἰλικρίνειαν καὶ τὴν καταλληλότητα τῶν ἐπιζητούντων κουράν. Πιθανῶς δέ, εἶναι ὑποχρεωτικὸς  κρατικὸς ἔλεγχος ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς θέλουν νὰ καροῦν μοναχοὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι δι᾿ αὐτοῦ καθίστανται πολῖται τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, καὶ ὡς ἐκ τούτου αὐτὴ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐρευνήσῃ ἂν πληροῦν τὰς ἀναγκαίας προϋποθέσεις.
Περὶ τῶν θεμάτων τούτων διεξήχθησαν πολλαὶ συζητήσεις καὶ ὑφίστανται ὀγκώδεις φάκελλοι παρ᾿ ὑμῖν καὶ παρ᾿ἡμῖν. Τὸ Ἱερὸν Ψήφισμα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ 1913 προεκάλεσεν εἰς τὴν ἡμετέραν Μετριότητα τὴν ἀναφορὰν εἰς τὸ πρόβλημα τοῦτο∙ τὸ περιεχόμενον τοῦ Ψηφίσματος καὶ τὰ ἐκπεμπόμενα δι᾿ αὐτοῦ διαχρονικὰ μηνύματα, προελθόντα ἐξ ἐμπειρίας καὶ σοφίας αἰώνων τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων, δέον νὰ παραδειγματίσουν πάντας ὑμᾶς, τοὺς ἐντὸς τοῦ περιβόλου τούτου οἰκοῦντας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔχουσαν καθ᾿ ἡμᾶς λόγον ἔντιμον Ἑλληνικὴν Πολιτείαν. Ἡμεῖς ἀπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας προετρεψάμεθα, ἐνουθετήσαμεν, ἠξιώσαμεν, ἀπηυθύνθημεν πρὸς πάντας ἐγγράφως καὶπροφορικῶς, ἐκρούσαμεν τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου δι᾿ αὐτὴν ταύτην τὴν ταυτότητα καὶ τὴν ἀσφάλειαν τοῦ Ὄρους, προσδοκῶμεν δὲ καὶ ἐλπίζομεν ὅτι θὰ ἴδωμεν ὄχι μόνον τὴν παρελθοῦσαν σήμερον, ἀλλὰ κυρίως τὴν ἐρχομένην αὔριον, ὡς προεῖδε καὶ ἀπεφάσισε καθοριστικῶς πρὸ αἰῶνος ἀκριβῶς σύσσωμον καὶ ὁμόφωνον τὸ Ὄρος τοῦτο τῆς δόξης Κυρίου. Τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχονται, ὄμως ἡ «ἀλήθεια τοῦ Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ἡπαράδοσις καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ταυτότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους δέον νὰ μείνῃ ἡ αὐτή, ὡς διεσώθη ἀλώβητος εἰς καιροὺς δυσκολωτέρους, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Μὴ ὁδηγοῦμεν ἡμεῖς διὰ τῆς βιοτῆς καὶ τῶν ἐνεργειῶν μας εἰς «ἐγκατάλειψιν» τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, ὡς ἐπηγγείλατο κατὰ τὴν παράδοσιν. Ἄπαγε τῆς βλασφημίας!

                                                                                  ***
Ἐσχάτως ἀπησχόλησαν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δύο ἄλλα ζητήματα:
Τὸ πρῶτον εἶναι ἡ φημολογηθεῖσα πρόθεσις τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως νὰ καταργήσῃ τὸ πρὸ τριακονταετίας καὶ πλέον ἱδρυθὲν ὑπὸ τοῦ μακαριστοῦ Πρωθυπουργοῦ Κωνσταντίνου Καραμανλῆ Κέντρον Διαφυλάξεως Ἁγιορετικῆς Κληρονομίας (τὸ γνωστὸν ΚΕΔΑΚ), ἀλλὰ περὶ αὐτοῦ ἐδόθησαν ὑποσχέσεις, τῇ ἀμέσῳ ἀντιδράσει καὶ ταῖς συντόνοις ἐνεργείαις τῆς Ἁγιορειτικῆς Κοινότητος, ὅτι δὲν θὰ καταργηθῇ, ὅπερ λίαν εὐοίωνον καὶ εὐχάριστον, διότι γνωρίζομεν τὸἐπιτελεσθὲν ὑπ᾿ αὐτοῦ χρήσιμον καὶ πολυμερὲς ἔργον ἐν τῇ ἀνακαινίσει καὶ συντηρήσει ἱερῶν σκηνωμάτων τοῦἌθωνος. Ἐπαινοῦμεν τὴν εὐαισθησίαν τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καὶ εὐχαριστοῦμεν τῇ Ἑλληνικῇ Κυβερνήσει διότι ἔλαβεν ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι ἡ κατάργησις θεσμῶν ἐπωφελῶν καὶ κατηξιωμένων, ὡς τοῦ ΚΕΔΑΚ, δημιουργεῖ μείζονα ζημίαν τοῦπροσδοκωμένου τυχὸν ὀφέλους.
Τὸ δεύτερον εἶναι ἡ διατήρησις τῆς εὐνοϊκῆς φορολογικῆς μεταχειρίσεως τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μέχρι τοῦδε δὲν εἶναι γνωστὸν ἐὰν ἐλήφθη νομοθετικὴ πρόνοια διὰ τὴν βελτίωσιν τοῦ φορολογικοῦ καθεστῶτος τοῦἹεροῦ τούτου Τόπου. Ἁπλῶς  πληροφορούμεθα ἐξωδίκως ἐν τῇ Μητρὶ Ἐκκλησίᾳ τὰς ἐντόνους καὶ ἀγωνιώδεις ἐν προκειμένῳ προσπαθείας τῆς ὁρισθείσης Ἁγιορειτικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ ὅτι ἐδόθησαν ὑποσχέσεις ὅτι θὰ ἀντιμετωπισθῇ τὸπρόβλημα εὐνοϊκῶς διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Σημειωτέον, ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ, ὅτι ὁ Ἱερὸς Ἄθως, πέραν τῆς ἀνυπολογίστου καὶ ἀνεκτιμήτου πνευματικῆς προσφορᾶς καὶ διακονίας καὶ μαρτυρίας αὐτοῦ, ἐδώρησεν εἰς τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος, ὡς ἔπραξε καὶ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τὸ πλεῖστον τῆς κτηματικῆς αὐτοῦ περιουσίας πρὸς ἀποκατάστασιν τῶν ἐκ Μικρᾶς Ἀσίας προσφύγων καὶ ὅτι παρέχει δωρεὰν φιλοξενίαν εἰς τοὺς πολυαρίθμους ἐπισκέπτας αὐτοῦ. Καταργηθείσης δὲ τῆς προεγκρίσεως τῆς εἰσόδου τῶν ἀλλοδαπῶν εἰς αὐτό, οὗτοι εἰσέρχονται καὶ φιλοξενοῦνται εἰς μεγάλους ἀριθμοὺς ἐν αὐτῷ. Κρίνομεν δικαίαν καὶ ἐπιβλεβλημένην τὴν ἀντιμετώπισιν μετὰ τῆς δεούσης εὐαισθησίας τοῦ ζωτικοῦ διὰ τὸὌρος καὶ διὰ τὴν ἐπιβίωσιν καὶ ἀπρόσκοπτον συνέχισιν τῆς μαρτυρίας αὐτοῦ ζητήματος τούτου.

Ὁσιώτατοι Πατέρες,
Ἡ ἡμετέρα Μετριότης παρακολοθεῖ μετὰ μείζονος ἐνδιαφέροντος καὶ ἀγρύπνου μερίμνης τὰ ζωτικὰ θέματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ φορολογικόν, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τὸν Ἱερὸν Τόπον καὶ χρῄζουν ἀμέσου ἐπιλύσεως διὰ τὴν ἀνεμπόδιστον συνέχισιν τῆς ἐπιβιώσεως καὶ τῆς πνευματικῆς πορείας αὐτοῦ. Ἐπὶ τῶν θεμάτων τούτων εἶναι δεδομένη ἡστήριξις τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, ὀφειλετικῶς μεριμνώσης διὰ τὴν διαφύλαξιν καὶ προστασίαν τοῦ προνομιακοῦκαθεστῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, συνταγματικῶς ἐγγυημένου καὶ κατοχυρωθέντος ἀμέσως μετὰ τὴν ἑορταζομένην ἐπέτειον. Ἀσφαλῶς, εἶναι γνωστὸν τοῖς πᾶσι τὸ ἀρχαῖον τοῦτο προνομιακὸν καθεστὼς τοῦ Ἱεροῦ Τόπου καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦἀπορρέοντα προνόμια αὐτοῦ, δοθέντα ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων καὶ σεπτῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, προϋπῆρχον δὲ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τὸ ὁποῖον δέον, ἀνεξαρτήτως περιστάσεων, νὰδιασφαλίζῃ καὶ νὰ ἐνισχύῃ ταῦτα, κατὰ τὸ δυνατόν.
Εἰς πάντα τὰ ἀπασχολοῦντα ὑμᾶς καὶ τὸν Ἱερὸν Τόπον θέματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν εἰς τὴν διατήρησιν καὶ ἐνίσχυσιν τοῦ πνευματικοῦ, ἡσυχαστικοῦ, ἀρχιτεκτονικοῦ καὶ περιβαλλοντικοῦ πλούτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εὑρισκόμεθα παρὰ τὸπλευρὸν ὑμῶν καὶ ἔχομεν διὰ προνοίας τὰς ἀνάγκας, τὰς δυσκολίας καὶ τὰ ὑφιστάμενα προβλήματα, τὰ ὁποῖα θὰἠδύναντο ἴσως νὰ ἐπιλυθοῦν καὶ κατοχυρωθοῦν, ὡς καὶ τὰ φορολογικὰ προνόμια, διὰ τῆς διαδικασίας τῆς συνταγματικῆς ἐπιταγῆς. Εἰλικρινῶς πάντως διαβεβαιούμεθα ὑμᾶς ὅτι ἐπιθυμοῦμεν νὰ βοηθήσωμεν εἰς τὴν πρόοδον τοῦἉγίου Ὄρους. Δὲν θέλομεν νὰ ἐπιβάλωμέν τι τὸ νεωτερικὸν εἰς τὴν ζωὴν αὐτοῦ. Ἀντιθέτως, ὁλοκαρδίως θέλομεν νὰπαραμείνῃ τοῦτο πιστὸν εἰς τὴν γραμμὴν τῶν Πατέρων. Προσευχόμενον, λατρεῦον τῷ Θεῷ καὶ ἁγιάζον τοὺς ἐν αὐτῷἀσκουμένους καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν κόσμον ὅλον. Πρὸς τοῦτο, πρέπει νὰ ἐπικρατῇ εἰρήνη, ὁμοφωνία, ἀλληλοκατανόησις καὶ ἑνότης πνεύματος. Ὀφείλομεν νὰ αἰσθανώμεθα ἡνωμένοι μεταξὺ μας καὶ μετὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν λόγον Αὐτοῦ  «ἵνα ὦσιν ἕν» οἱ εἰς Αὐτὸν πιστεύοντες, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ εἰς τὴν παρὰ τοῦΘεοῦ ἀποστολὴν Αὐτοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπολαύσωμεν χαρὰν καὶ εἰρήνην ὅταν διχογνωμῶμεν καὶἀντιπαρατασσώμεθα πρὸς ἀλλήλους.
Ἡ ἔκφρασις διαφορετικῆς γνώμης ἐπὶ τινος θέματος εἶναι ἐνίοτε ἀναπόφευκτος, εἰς οὐδεμίαν ὅμως περίπτωσιν πρέπει ἡ διαφωνία μας νὰ μᾶς διαιρῇ εἰς ἀντίπαλα στρατόπεδα. Διὰ τῆς ταπεινώσεως, διὰ τῆς ἀλληλοκατανοήσεως, διὰτῆς ἀγάπης, διὰ τῆς εἰλικρινοῦς ἀναζητήσεως τοῦ εὐαρέστου εἰς τὸν Θεὸν καὶ τελείου θελήματος Αὐτοῦ θὰ φθάνωμεν εἰς ὁμόφωνον ἀπόφασιν περὶ ἑκάστου θέματος καὶ θὰ ἔχωμεν εὐλογίαν καὶ χάριν καὶ προστασίαν. «Τοῦτο μάλιστά ἐστι χάρις, τὸ μὴ διαιρῆσθαι, ἀλλ᾿ ἐφ᾿ ἑνὶ κεῖσθαι θεμελίῳ», κατὰ τὸν Θεῖον Χρυσόστομον (Εἰς Α΄Κοριν. Η΄, P.G. 61,72).

Ἀδελφοὶ καὶ φίλοι πατέρες,
Κατακλείομεν μὲ τοὺς λόγους τοῦ Χρυσορρήμονος Πατρός: «ἀεὶ ἡμῖν», εἰς τὸ Ὄρος τοῦτο τὸ Ἅγιόν, «ἐστιν ἑορτή.... Ἀεὶ Πάσχα δυνάμεθα ἐπιτελεῖν... οὐ καιρὸς ποιεῖ ἑορτήν, ἀλλὰ συνειδὸς καθαρόν... ὁ δὲ συνειδὸς ἔχων ἀγαθὸν καὶ πράξεις τοιαύτας, ἀεὶ ἑορτάζειν δύναται» (Εἰς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστὴν Α΄, P.G. 50,454-455).
Σήμερον πανηγυρίζομεν ἱστορικὴν ἡμέραν, ἡμέραν ἀναστάσεως Κυρίου. Ἐλάβομεν «φῶς ἐκ Φωτός».  Εἴδομεν Φῶς, τὸν ὡς Θεὸν ἐκ τάφου Ἀναστάντα καὶ ἡμᾶς ἀναστήσαντα Χριστόν, «τὴν ὁλόφωτον Χάριν», οὐ βλεφάροις, ἀλλὰκαρδίας πόθῳ πεπιστευκότες, διὸ καὶ ἐβιώσαμεν πρὸ ἑκατονταετίας καὶ βιοῦμεν «ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων» τὸ Θαῦμα.
Καὶ ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ, οἱ Ἁγιορεῖται, οἱ ἀεὶ ζῶντες, βιολογικῶς καὶ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἐν Κυρίῳἀναπαυόμενοι, προσερχόμεθα  εἰς τὰ ὀστεοφυλάκια τῶν Ἱερῶν Μονῶν καὶ κελλίων, ὥς ποτε ὁ ἀγαθὸς  ἐκεῖνος ἁγιορείτης μοναχὸς τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα πρὸς τά «γυμνὰ ὀστᾶ» τῆς Μονῆς του, καὶ προσφθεγγόμεθα τοῖς πᾶσι «Χριστὸς Ἀνέστη», καὶ ἀκούομεν ὡς εὔγλωττον καὶ ἄρρητον τὸν ἀντίλαλόν των καὶ πάσης τῆς Ἁγιορειτικῆς κτίσεως «ἀληθῶς Ἀνέστη». Καὶ ὄντως ἀληθῶς ἀνέστη  καὶ  ἔχομεν «δεῖπνον ξένον ἕτοιμον ἐν γῇ».
Εὐχαριστοῦμεν δὲ ἐπὶ πᾶσι τῇ Κυρίᾳ τοῦ Περιβολίου τούτου καὶ εἰς αὐτὴν ἐν ἐκτενεῖ δεήσει τὸ παραδίδομεν «καθὼς αὐτὸ ἦν καί ἐστι καὶ ἔσται εἰς τὸν αἰῶνα», μέλποντες καὶ σήμερον τὸ ἐπίκαιρον  μεγαλυνάριον τῆς ἑορτῆς τοῦἈντίπασχα: «Σὲ τὴν φαεινὴν λαμπάδα καὶ Μητέρα τοῦ Φωτὸς τὴν ἀρίζηλον δόξαν καὶ ἀνωτέραν πάντων τῶν ποιημάτων ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν» καὶ δοξάζομεν καὶ προσκυνοῦμεν ὡς «ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς». Ἀμήν.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου